- ιαμβανάπαιστος
- ἰαμβανάπαιστος, -ον (Μ)(για στίχο) αυτός που αποτελείται από ιάμβους και αναπαίστους.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ίαμβος — Μέτρο της αρχαίας ελληνικής ποίησης. Ο ιαμβικός πους (ί.) αποτελείται από δύο συλλαβές, μία βραχεία και μία μακρά. Η ετυμολογία της λέξης είναι αμφίβολη· η λέξη ί., όπως και οι θρίαμβος, διθύραμβος, είναι μάλλον προελληνικές. Πιθανόν να είχαν… … Dictionary of Greek